Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καστροφύλαξ ο· καστροφύλακας.
-
- Ο φύλακας του κάστρου:
- (Φλώρ. 1314).
[<ουσ. κάστρον + φύλαξ. Η λ. το 12.-13. αι. (Soph.)]
- Ο φύλακας του κάστρου:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. κάστρον + φύλαξ. Η λ. το 12.-13. αι. (Soph.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |