Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καστροφύλαξ
1 εγγραφή
καστροφύλαξ ο· καστροφύλακας.
  • Ο φύλακας του κάστρου:
    • (Φλώρ. 1314).

[<ουσ. κάστρον + φύλαξ. Η λ. το 12.-13. αι. (Soph.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες