Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καστρήσιος, επίθ.· κανστρέσιος.
-
- Στρατιωτικός:
- κανστρέσια πεκούλια (Nομοκριτ. 105· 104).
[<λατ. castrensis. T. κανστρένσιος τον 6. αι. (Soph., λ. καστρήσιος). H λ. τον 4. αι. (αυτ.)]
- Στρατιωτικός: