Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καστελέτο
1 εγγραφή
καστελέτο το.
  • Φρ. κάνω καστελέτο = κάνω φασαρία, προκαλώ αναταραχή, σύγχυση (βεν. far casteleto, Παναγιωτάκης, Κρ. Χρ. 27, 1987, 42 σημ. 2· πβ. ιταλ. fare i castelletti, Battaglia, λ. castelletto 10):
    • (Στάθ. Α´ 82).

[<βεν. casteleto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες