Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κασιδιάρης ο.
-
- Που πάσχει από κασίδα:
- κανένα νιο ανοστότερο, φτωχό και κασιδιάρη (Πανώρ. Γ´ 366).
[<ουσ. κασίδα + κατάλ. ‑ιάρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που πάσχει από κασίδα: