Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρυδένιος
1 εγγραφή
καρυδένιος, επίθ.
  • Κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς:
    • τσι κασέλες τως τσι καρυδένιες (Λεηλ. Παροικ. 535).

[<ουσ. καρυδιά + κατάλ. ένιος. Η λ. στο Somav. (λ. ίτικος) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες