Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρτερόψυχος
1 εγγραφή
καρτερόψυχος, επίθ.
  • Γενναιόψυχος:
    • ω Αχιλλεύ … καρτερόψυχε (Τρωικά 53215).

[<επίθ. καρτερός + ουσ. ψυχή. Η λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες