Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρτερόψυχος, επίθ.
-
- Γενναιόψυχος:
- ω Αχιλλεύ … καρτερόψυχε (Τρωικά 53215).
[<επίθ. καρτερός + ουσ. ψυχή. Η λ. τον 4. αι.]
- Γενναιόψυχος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. καρτερός + ουσ. ψυχή. Η λ. τον 4. αι.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |