Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρτέρι το.
-
- (Στρατ.) στρατώνας:
- με τες μπόμπες τες πολλές ερίξαν το καρτέρι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28224)·
- φρ. επήγε στο καρτέρι = (προκ. για γυναίκα) πιθ., «βγήκε στο κλαρί», έγινε πόρνη (πβ. Κακλαμάνης 1993: 40-41):
- (Κατζ. Β´ 389).
- Η λ. ως τοπων.:
- το φορτί του Καρτεριού (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21210).
[<βεν. quartier. Άσχ. το νεοελλ. καρτέρι (<καρτερώ)]
- (Στρατ.) στρατώνας:
- καρτερία η.
-
- Υπομονή:
- (Ιστ. Βλαχ. 2615).
[αρχ. ουσ. καρτερία. Η λ. και σήμ.]
- Υπομονή:
- καρτερίζω.
-
- Περιμένω:
- (Κυπρ. ερωτ. 10311).
[<αόρ. του καρτερώ]
- Περιμένω:
- καρτερικός, επίθ.
-
- 1) Υπομονετικός, θαρραλέος:
- (Βίος Αλ. 2195).
- 2) Aνεκτικός, υπομονετικός:
- πάντα οπού αγαπά … να ’ναι πολλά καρτερικός (Ερωτοπ. 688).
[αρχ. επίθ. καρτερικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Υπομονετικός, θαρραλέος:



