Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρτέρημα το· ακαρτέρημα.
-
- Αναμονή·
- (εδώ) ό,τι περιμένει κανείς ευχάριστα, ό,τι εύχεται να αποκτήσει, να απολαύσει:
- γλυκά ξεφαντώματα και ακαρτερήματα (Mπερτόλδος 4).
- (εδώ) ό,τι περιμένει κανείς ευχάριστα, ό,τι εύχεται να αποκτήσει, να απολαύσει:
[<αόρ. του καρτερώ + κατάλ. ‑μα· άσχ. το αρχ. ουσ. καρτέρημα. T. ‑ρε‑ στο Somav. και σήμ.]
- Αναμονή·