Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρπέτα
1 εγγραφή
καρπέτα η.
  • Μακρύ γυναικείο φόρεμα που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω, φούστα:
    • (Φορτουν. Ε´ 8).

[<βεν. carpeta. Η λ. στο Somav. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες