Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρκα(ν)τζάς ο.
-
- 1) Κεφάλι, «ξερό»· το μυαλό κάπ.:
- Ειδέ πολλάκις δόξει την και φθάσει ο καρκατζάς της … (Προδρ. I 35).
- 2) Το πτηνό φραγκόκοτα:
- (Πουλολ. 219).
[<ουσ. καρκάτζι + κατάλ. ‑άς (πβ. Τσαβαρή, Πουλολ., σ. 147)]
- 1) Κεφάλι, «ξερό»· το μυαλό κάπ.: