Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καριόλα
1 εγγραφή
καριόλα η.
  • Βάση, σκελετός κρεβατιού:
    • σιδηρή καριόλα (Λεηλ. Παροικ. 539).

[<ιταλ. carriola. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες