Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδιοσφάζομαι
1 εγγραφή
καρδιοσφάζομαι.
  • Σφάζομαι στην καρδιά, «ερωτεύομαι»:
    • (Βυζ. Ιλιάδ. 518).

[<ουσ. καρδία + σφάζομαι. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες