Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρδιοσφάζομαι.
-
- Σφάζομαι στην καρδιά, «ερωτεύομαι»:
- (Βυζ. Ιλιάδ. 518).
[<ουσ. καρδία + σφάζομαι. Η λ. στο Somav.]
- Σφάζομαι στην καρδιά, «ερωτεύομαι»:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. καρδία + σφάζομαι. Η λ. στο Somav.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |