Επιτομή Λεξικού Κριαρά
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρδία η· καρδιά.
-
- 1)
- α) Καρδιά:
- (Πανώρ. Γ´ 541)·
- β) προσφών. αγαπητού προσώπου:
- έλα γοργόν, καρδία μου (Αχιλλ. N 1032).
- α) Καρδιά:
- 2) Συναίσθημα, αίσθημα:
- κολάκευε και αγάπα την και την καρδιάν σου χώνε (Δεφ., Λόγ. 298).
- 3) Διάθεση, θέληση, επιθυμία:
- με το φαγητόν καλήν καρδιάν εκάμα (Αχέλ. 987)·
- να προθυμήσουσιν όλοι μετά καρδίας (Χρον. Τόκκων 1358).
- 4) Θάρρος:
- έδιδεν καρδιάν ως άνδρας ανδρειωμένος (Παλαμήδ., Βοηβ. 606).
- 5) Φρόνημα, σκέψη:
- να μελετά η καρδία μου το ασύστατον της τύχης (Λίβ. P 905).
- 6) Χαρακτήρας, φύση:
- Καλήν καρδίαν έχετε το γένος των γαδάρων (Διήγ. παιδ. 712).
- 7) Υπόσταση, ύπαρξη, ψυχή:
- αγάπα τον Θεόν εξ όλης σου καρδίας (Σπαν. O 18).
- 8) Κεντρικό, κυριότερο σημείο:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 58513)·
- έβαλεν εις την καρδίαν του σταυρού μερτικόν απέ το τίμιον ξύλον (Μαχ. 637).
- Εκφρ.
- 1) Ακάνθινη καρδία = τραχύτητα, κακία:
- (Κομν., Διδασκ. Δ 212).
- 2) Από (βάθους) καρδιά(ς) = με βαθύ και ειλικρινές αίσθημα:
- (Πανώρ. Ε´ 66), (Αχιλλ. L 1127), (Διγ. Άνδρ. 35230).
- 3) Από καρδίας =
- (α) (προκ. για μάχη, πόλεμο κτλ.) με γενναιότητα:
- (Αχιλλ. L 1016)·
- (β) (προκ. για αναστεναγμό, κλάμα, θρήνο, κ.τ.ό.) υπερβολικά· γοερά:
- (Περί ξεν. 276 κριτ. υπ.), (Αχιλλ. N 1752), (Λόγ. παρηγ. L 483).
- 4) Από την καρδιά μου = αυτοβούλως, με δική μου προαίρεση:
- (Πεντ. Αρ. XXIV 13).
- 5) Εις μιαν καρδιάν = με ομοψυχία:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 451).
- 6) Εκ βάθους (της) καρδίας, εκ μέσης της καρδίας = με βαθύ αίσθημα:
- (Διγ. Άνδρ. 4096), (Συναξ. γαδ. 225).
- 7) Εκ καρδίας = σε μεγάλο βαθμό:
- (Ιμπ. (Legr.) 582).
- 8) Εκ (εξ) (όλης μου, κλπ.) καρδίας = σε μέγιστο βαθμό (αισθήματος):
- (Αλφ. 1433), (Σπαν. O 18).
- 9) Εκ στεναγμού καρδίας = με γοερό κλάμα:
- (Διγ. Esc. 1157).
- 10) Καθαρή (‑ρά) καρδία = αγνότητα:
- (Ιστ. Βλαχ. 140).
- 11) Με καρδιά = υπερβολικά:
- (Λίμπον. 479).
- 12) Με σταθερή καρδιά = με σταθερότητα:
- (Διγ. O 708).
- 13) Με (την) (καλήν) (όλην) καρδιά (μου, κλπ.) =
- (α) με γενναιότητα:
- (Αχέλ. 502)·
- (β) ειλικρινά:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 340)·
- (γ) (προκ. για κλάμα, θρήνο, κλπ.) υπερβολικά, γοερά:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55819)·
- (δ) (προκ. για παράκληση) θερμότατα:
- (Ιστ. Βλαχ. 2247)·
- (ε) αφοσιωμένα:
- (Αχιλλ. N 852).
- 14) Μετά καρδίας ζεούσης = προθυμότατα:
- (Κομν., Διδασκ. Δ 313).
- 15) Στερεά καρδία = σταθερότητα:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1562).
- Φρ.
- 1) Αγγίζω στην καρδιά = συγκινώ:
- (Ερωτόκρ. Α´ 232).
- 2) Αλαφραίνω την καρδιά κάπ. = ανακουφίζω κάπ.:
- (Πανώρ. Α´ 221).
- 3) Αλαφραίνεται η καρδιά μου = ανακουφίζομαι:
- (Ερωφ. Δ´ 468).
- 4) Ανάβω την καρδιά κάπ. = συγκινώ κάπ.:
- (Ζήν. Πρόλ. 129).
- 5) Αναπαύεται η καρδιά μου = ησυχάζω:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 93 κριτ. υπ).
- 6) Αναπηδά η καρδία μου = συγκινούμαι, ταράζομαι:
- (Πόλ. Τρωάδ. 423).
- 7) Ανοίγω την καρδιά κάπ. = χαροποιώ:
- (Χρον. Τόκκων 3470).
- 8) Ανοίγει η καρδιά μου = χαίρομαι:
- (Χρον. Τόκκων 3372).
- 9) Άπτει η καρδιά μου = εξοργίζομαι, εξάπτομαι:
- (Ερωφ. Ε´ 335).
- 10) Άπτω την καρδιά κάπ. = κάνω κάπ. να με ερωτευτεί:
- (Ερωτοπ. 285).
- 11) Βάνω κάπ. ή κ. στην καρδιά μου = αισθάνομαι συμπάθεια:
- (Διγ. O 1986).
- 12) Βάνω στην καρδιά μου να … = επιθυμώ πολύ να …, έχω οριστικά αποφασίσει να …:
- (Κορων., Μπούας 50).
- 13) Βάνω την καρδιά μου εις/προς = τηρώ, διαφυλάσσω κ., δίνω σημασία σε κ.:
- (Πεντ. Έξ. VII 23, IX 21).
- 14) Βγαίνει η καρδιά μου = πεθαίνω:
- (Φορτουν. Γ´ 442).
- 15) Βράζει η καρδιά μου = ταράζομαι, θυμώνω:
- (Γλυκά, Στ. 296).
- 16) Δροσερεύω/δροσίζω την καρδιά κάπ. = ικανοποιώ κάπ., ανακουφίζω, παρηγορώ:
- (Ερωτόκρ. Α´ 632), (Ερωφ. Δ´ 385).
- 17) Δροσίζεται η καρδιά μου = ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι:
- (Ch. pop. 747).
- 18) Δυναμώνω την καρδιά κάπ. = δίνω θάρρος:
- (Πεντ. Δευτ. II 30).
- 19) Είμαι δυνατής καρδίας (άνθρωπος) = έχω σταθερό φρόνημα:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 445).
- 20) Έχω κάπ. ή κ. στην καρδιά μου = αγαπώ πολύ:
- (Διγ. Άνδρ. 35133).
- 21) Καίω την καρδιά κάπ. = στεναχωρώ, κάνω κάπ. να υποφέρει:
- (Πανώρ. Β´ 264).
- 22) Καίγεται η καρδιά μου = στεναχωρούμαι, «ερωτεύομαι»:
- (Φορτουν. Δ´ 360), (Εβρ. ελεγ. 168).
- 23) Κάνω καρδιά = αποκτώ θάρρος:
- (Χρον. σουλτ. 731).
- 24) Κλαίει η καρδιά μου = λυπούμαι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42726).
- 25) Κλέβω την καρδιά κάπ. = απατώ, ξεγελώ κάπ.:
- (Πεντ. Γέν. XXXI 20).
- 26) Κρατώ την καρδιά κάπ. = συγκινώ κάπ.:
- (Κομν., Διδασκ. Δ 28).
- 27) Λέγω εις/προς την καρδιά μου = διαλογίζομαι, λέω προς τον εαυτό μου:
- (Πεντ. Γέν. XXVII 41, VIII 21).
- 28) Μαραίνει κ. την καρδιά μου = με λυπεί κ. πολύ:
- (Ch. pop. 133).
- 29) Μπαίνει κ. στην καρδιά μου = αποδέχομαι κ.:
- (Ερωτόκρ. Α´ 371).
- 30) Νεύει η καρδιά μου = παρασύρομαι:
- (Πεντ. Δευτ. XVII 17).
- 31) Παίρνω καλή καρδιά = ευχαριστιέμαι:
- (Ερωτόκρ. Α´ 456).
- 32) Πηδά η καρδιά μου = χαίρομαι, λαχταρώ:
- (Κορων., Μπούας 131).
- 33) Ραγίζεται η καρδιά μου = θλίβομαι πολύ:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 1667).
- 34) Ραγίζω την καρδίαν κάπ. = θλίβω πολύ κάπ.:
- (Διγ. Α 2678).
- 35) Στέκω εις μιαν καρδιά = ομονοώ:
- (Ch. pop. 658).
- 36) Συντυχαίνω ιπί την καρδιά κάπ. = συγκινώ κάπ.:
- (Πεντ. Γέν. L 21).
- 37) Τρέμει η καρδιά μου = συγκινούμαι, τρομάζω:
- (Αχιλλ. N 1080), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22511).
- 38) Τρώγει κ. την καρδίαν μου = με λυπεί κ., λυπούμαι:
- (Χρον. Μορ. H 5003).
- 39) Τρώγεται η καρδία μου = με λυπεί κ., λυπούμαι:
- (Διγ. Άνδρ. 38015).
- 40) Τυχαίνω εις μιαν καρδίαν = ομονοώ:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 261).
- 41) Χάνω την καρδιά μου = χάνω τα πάντα, ό,τι πολυτιμότερο έχω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [934]).
- 42) Χωρίζω την καρδιά κάπ. = απελπίζω κάπ.:
- (Πεντ. Αρ. XXXII 9).
- 43) Ψηλαίνει η καρδιά μου = περηφανεύομαι, επαίρομαι:
- (Πεντ. Δευτ. XVII 20).
[αρχ. ουσ. καρδία. Ο τ. και σήμ.]
- 1)
- καρδιακά, επίρρ.
-
- 1) Με αγάπη και ειλικρίνεια:
- χαιρετά τον καρδιακά, ως εδικοί και φίλοι (Βεντράμ., Φιλ. 146).
- 2) Aπό το βάθος της καρδιάς·
- (προκ. για αισθήματα) με πόνο:
- Καρδιακά ενεστέναξεν (Βέλθ. 580).
- (προκ. για αισθήματα) με πόνο:
[<επίθ. καρδιακός. Πβ. και (ε)γκαρδιακά. Η λ. και σήμ.]
- 1) Με αγάπη και ειλικρίνεια:
- καρδιακός, επίθ.
-
- 1) Που σχετίζεται με την καρδιά:
- καρδιακάς νεκρώσεις (Λίβ. Sc. 2282).
- 2) (Προκ. για ανθρώπους) ειλικρινής, πιστός (πβ. εγκαρδιακός):
- αδελφόν του καρδιακόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1239]).
- 3) (Προκ. για αισθήματα, κλπ.) βαθύς:
- καρδιακά στενάγματα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 91).
[μτγν. επίθ. καρδιακός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που σχετίζεται με την καρδιά:
- καρδιακώς, επίρρ.
-
- (Προκ. για συναίσθημα) βαθύτατα:
- καρδιακώς επόνουν (Ερμον. Φ 42).
[μτγν. επίρρ. καρδιακώς (L‑S)]
- (Προκ. για συναίσθημα) βαθύτατα: