Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραβοκύριος
1 εγγραφή
καραβοκύριος ο· καραβοκύρης· γεν. εν. καραβοκυρού· πληθ. καραβοκύροι· καραβοκυροί.
  • Κυβερνήτης πλοίου:
    • αρμάτωσεν δύο κάτεργα και έβαλεν απάνου καραβοκυρούς καβαλάρηδες (Μαχ. 27810).

[<ουσ. καράβι + κύριος. Ο τ. στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες