Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπετάνιος
1 εγγραφή
καπετάνιος ο· καπεταναίος· καπετάνης· καπετάνος· καπιτάνεος· καπιτάνης· καπιτάνιος· καπιτάνος· πληθ. καπεταναίοι· καπιταναίοι.
  • 1)
    • α) Αρχηγός, ο επικεφαλής:
      • (Μαχ. 1641
      • η Κουταγιώταινα … ας έναι η καπετάνιος μας εδά (Σαχλ., Αφήγ. 759
    • β) αρχηγός, διοικητής περιοχής:
      • ήτον καπετάνος της Αμμοχούστου (Βουστρ. 15010‑1
    • γ) αρχηγός στρατού ξηράς, στρατηγός, αρχιστράτηγος:
      • καπετάνος και οδηγός απάνω εις τα φουσσάτα (Χρον. Μορ. H 267
    • δ) αρχηγός στόλου, ναύαρχος:
      • καπετάνον πάσης θαλάσσης (Έκθ. χρον. 785).
  • 2) Αξιωματούχος, βαθμοφόρος:
    • καπεταναίοι, δούκηδες κι αφέντες σενατόροι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51818).

[<βεν. capetanio. Οι τ. καπετάνος (Meursius, λ. ις), καπιτάνιος και καπιτάνος <βεν. capetano, capitanio και capitan αντίστοιχα (Kahane-Tietze 1958: 143-4). Η λ. στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες