Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανάτα
2 εγγραφές [1 - 2]
κανάτα η.
  • Δοχείο για νερό ή κρασί:
    • (Ευγέν. 1078).

[<μεσν. λατ. - ιταλ. cannata. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

κανατάτσα η.
  • Kανάτα (μειωτ.):
    • (Mπερτολδίνος 99).

[<ουσ. κανάτα + κατάλ. άτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες