Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανάκι
5 εγγραφές [1 - 5]
κανάκι το.
  • 1)
    • α) Τρυφερές εκδηλώσεις, χάδια, γλυκά λόγια, καλοπιάσματα:
      • (Ερωτόκρ. Γ´ 1507), (Ροδολ. Ε´ 253
      • φρ. κάνω κανάκια, βλ. κάμνω Φρ. 43·
    • β) (προκ. για παιδιά) περιποιήσεις, χάδια, παινέματα:
      • (Θυσ. 430).
  • 2) Απόλαυση, αίσθημα ευφροσύνης, γλυκύτητας:
    • εις μουσικά κανάκια (Ζήν. Ε´ 29).
  • 3) Ακκισμός, νάζι:
    • να πορπατούν να χαίρουνται με διώμα και κανάκι (Γεωργηλ., Θαν. 162).

[<αρχ. ουσ. καναχή (Ανδρ.) ή σχετ. με ιδιωμ. καννάκι «πήχυς των άνω άκρων» (Αλεξίου Στ., Ερωτόκρ., σ. 475 και ο ίδιος 1981: Ι 182, IV 9-10). Η λ. στο Βλάχ. (ια) και σήμ.]

κανακιασμένος, μτχ. επίθ.
  • (Προκ. για παιδί) χαϊδεμένος:
    • (Eρωτόκρ. A´ 77 κριτ. υπ).

[μτχ. παρκ. του *κανακιάζω (<κανακίζω) ή <ουσ. κανάκι με επίδρ. μτχ. σε ιασμένος]

κανακίζω.
  • 1)
    • α) Κουνώ στα χέρια μου νήπιο για να το ευχαριστήσω:
      • ως βρέφος σ’ εκανάκιζαν τα χέρια τα δικά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [74]
    • β) γλυκομιλώ, εκφράζω αισθήματα αγάπης, τρυφερότητας:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 1806
      • Δε μου μιλείς, δε μου γελάς και δε με κανακίζεις; (Θυσ. 1119).
  • 2) (Προκ. για άψυχα) περιποιούμαι, φροντίζω με προσοχή κι αγάπη:
    • να σκάπτουν το αμπέλι του και να το κανακίσουν (Αιτωλ., Μύθ. 514).

[<ουσ. κανάκι + κατάλ. ίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

κανάκισμα το.
  • Χάδι, καλοπιάσματα:
    • (Πεντ. Δευτ. XXVIII 56).

[<αόρ. του κανακίζω + κατάλ. μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

κανακιστά, επίρρ.
  • Χαϊδευτικά, με μαλακό, τρυφερό τρόπο:
    • σιργουλιστά, κανακιστά και σιγανά μιλεί της (Ερωτόκρ. Δ´ 82).

[<επίθ. κανακιστός. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες