Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανάκεμα
1 εγγραφή
κανάκεμα το.
  • Περιποίηση, χάδια:
    • (Ριμ. κόρ. 726).

[<κανακεύω + κατάλ. μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες