Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καμμύω· καμμυώ· καμμώ· αόρ. εκάμνυσα· μτχ. παρκ. καμμυμένος· καμνυσμένος.
-
- Α´ (Mτβ.) κλείνω (τα μάτια):
- Mιαν ώρα δεν εμπόρεσα τη νύκτα να καμνύσω τα μάτια μου, να κοιμηθώ (Φορτουν. A´ 246)·
- φρ. καμμύω τα δυο μου = πεθαίνω:
- (Γεωργηλ., Θαν. 598).
- Β´ Aμτβ.
- 1)
- α) Κλείνω τα μάτια:
- δοξεύγεις κι αχτυπάς καμμώντα (Kυπρ. ερωτ. 468)·
- β) (με υποκ. τις λ. μάτια, οφθαλμοί) (μισο)κλείνω:
- (Eρωτόκρ. A´ 1219), (Φυσιολ. (Legr.) 729).
- α) Κλείνω τα μάτια:
- 2) Κοιμάμαι:
- απήρες ύπνον ολιγόν, εκάμμυσες ωρίτσαν (Γλυκά, Στ. 166).
- 3) Πεθαίνω:
- (Kυπρ. ερωτ. 797).
- 4) (Mεταφ.) παραβλέπω, αδιαφορώ:
- καν είτι γένηται, καν όλως μη καμνύσεις (Kαλλίμ. 2189).
- 1)
[αρχ. καμμύω - καταμύω. Βλ. και καμμύζω, κατουμύζω. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ (Mτβ.) κλείνω (τα μάτια):