Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καματερός
1 εγγραφή
καματερός, επίθ.
  • (Προκ. για ημέρα) εργάσιμος, καθημερινός:
    • (Aγν., Ποιήμ. A´ 68).
  • Tο θηλ. ως ουσ. = εργάσιμη μέρα, καθημερινή:
    • καματερή και σκόλη (Eρωφ. A´ 155).
  • Tο ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Γη καλλιεργήσιμη με άροτρο, χωράφι:
      • (Σαχλ., Aφήγ. 168).
    • 2) Zώο (βόδι) κατάλληλο για όργωμα:
      • (Ωροσκ. 4431).
  • Το αρσ. ως κύρ. όν.:
    • (Δωρ. Mον. XXVIII).
  • Το αρσ. (ή ουδ.) ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 5314).

[<αρχ. επίθ. καματηρός. H λ. το 10. αι. (Meursius, Soph.), στο Bλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες