Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλόφωνος
1 εγγραφή
καλόφωνος, επίθ.
  • Που έχει ωραία φωνή, καλλίφωνος:
    • καλόφωνα παιδόπουλα (Λίβ. Esc. 1904).

[<επίθ. καλός + ουσ. φωνή. Πβ. αρχ. και νεοελλ. καλλίφωνος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες