Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοπροαίρετος
1 εγγραφή
καλοπροαίρετος, επίθ.
  • Που έχει καλή προαίρεση, καλόγνωμος, καλότροπος:
    • (Σπαν. P 230).

[<επίθ. καλός + προαιρούμαι. H λ. στον Κουμαν. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες