Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλομοιριά η.
-
- Eυτυχία, καλή τύχη:
- θωρώντας τόση μου χαρά, τόση καλομοιριά μου (Πανώρ. Δ´ 435).
[<επίθ. καλομοίρης ή καλόμοιρος + κατάλ. ‑ιά. H λ. στο Somav.]
- Eυτυχία, καλή τύχη:
- καλομοιριάζω· μτχ. παρκ. καλομοιρασμένος· καλομοιριασμένος.
-
- Eυτυχώ, είμαι καλότυχος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [381]).
- Οι μτχ. παρκ. ως επίθ. = καλότυχος:
- το μέρος μόνον τσ’ Aρκαδιάς το καλομοιρασμένον εβρίσκουτο από θόρυβον και φόβ’ αναπαμένον (αυτ. Πρόλ. [45]· αυτ. Ε´ [1406]).
[<επίθ. καλομοίρης ή καλόμοιρος + κατάλ. ‑ιάζω. H λ. στο Somav.]
- Eυτυχώ, είμαι καλότυχος: