Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοκαρδιστής
1 εγγραφή
καλοκαρδιστής ο.
  • Aυτός που φέρνει ευφροσύνη:
    • Κρασίου του καλοκαρδιστή (Πωρικ. II 24).

[<αόρ. του καλοκαρδίζω + κατάλ. τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες