Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοκαρδιστής ο.
-
- Aυτός που φέρνει ευφροσύνη:
- Κρασίου του καλοκαρδιστή (Πωρικ. II 24).
[<αόρ. του καλοκαρδίζω + κατάλ. ‑τής]
- Aυτός που φέρνει ευφροσύνη:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αόρ. του καλοκαρδίζω + κατάλ. ‑τής]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |