Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοαναθρεμμένος, μτχ. επίθ.· καλαναθρεμμένος.
-
- Που έχει καλή ανατροφή:
- (Aιτωλ., Pίμ. M. Kαντ. 25).
[<επίρρ. καλά + μτχ. παρκ. του ανατρέφω. H λ. και σήμ.]
- Που έχει καλή ανατροφή: