Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιπρόσωπος
1 εγγραφή
καλλιπρόσωπος, επίθ.
  • Που έχει ωραίο πρόσωπο:
    • κόρην καλλιπρόσωπον (Παράφρ. Xων. 779).

[αρχ. επίθ. καλλιπρόσωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες