Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καληώρα η.
-
- (Mε γεν. προσώπου και το αναφορ. που) ευτυχισμένος εκείνος που …:
- καληώρα κείνου του θνητού απού το διάβαν βρίσκει (Kυπρ. ερωτ. 15413).
[<έκφρ. καλήν ώραν. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Α´, κ.α.)]
- (Mε γεν. προσώπου και το αναφορ. που) ευτυχισμένος εκείνος που …: