Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλαφατικόν το.
-
- (Ναυτ.) υλικό για καλαφάτισμα, δηλ. πίσσα με στουπιά·
- (εδώ) ακαθαρσία:
- καλαφατικά από τον κώλον του (Σπανός D 1787).
- (εδώ) ακαθαρσία:
[ουδ. του επιθ. *καλαφατικός ως ουσ. Η λ. και σε έγγρ. του 13. αι. (Eideneier, Σπανός, σ. 297)]
- (Ναυτ.) υλικό για καλαφάτισμα, δηλ. πίσσα με στουπιά·