Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακόψυχ
2 εγγραφές [1 - 2]
κακόψυχα, επίρρ.
  • (Προκ. για άρρωστο) σε άσχημη κατάσταση, «του θανατά»:
    • εφέραν κακόψυχα τον Tζαμ Περές … εις την αρχιεπισκοπήν (Bουστρ. 1768).

[<επίθ. κακόψυχος (Κριαρ.). Πβ. αρχ. ία]

κακοψυχώ.
  • Aσθενώ βαριά:
    • θέλει κακοψυχήσει και φόρτσι να πεθάνει (Mαχ. 2462).

[<επίθ. κακόψυχος. Λ. ίζω στο Somav. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες