Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακόρεξος, επίθ.
-
- (Mεταφ.) απρόθυμος:
- κακόρεξη … κόρη και χαδεμένη (Pοδολ. Γ´ 16).
[<επίθ. κακός + ουσ. όρεξη. Βλ. και κουκορέξα. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Mεταφ.) απρόθυμος:



