Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακοσυνεύγω.
-
- (Eνεργ. και μέσ.) κακιώνω:
- με τσι κακούς κι εγώ κακοσυνεύγω (Eρωτόκρ. B´ 1681).
[<ουσ. κακοσύνη + κατάλ. ‑εύ(γ)ω. H λ. στο Somav. και σήμ. κρητ.]
- (Eνεργ. και μέσ.) κακιώνω: