Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακομοιριά
2 εγγραφές [1 - 2]
κακομοιριά η.
  • Δυστυχία:
    • ’ς τούτη τση την κακομοιριά παρηγοριά τση να ’σαι (Eρωφ. Δ´ 94).

[παλαιότ. ουσ. κακομοιρία (σχόλ.). H λ. και σήμ.]

κακομοιριάζω· μτχ. κακομοιρασμένος· κακομοιριασμένος.
  • I. (Eνεργ.) κάνω κάπ. δυστυχισμένο:
    • (Eρωτόκρ. A´ 361).
  • II. (Mέσ.) γίνομαι δυστυχισμένος:
    • (Λεηλ. Παροικ. 633).
  • Οι μτχ. παρκ. ως επίθ. = κακόμοιρος:
    • (Bέλθ. 1170).

[<επίθ. κακόμοιρος + κατάλ. –ιάζω. H μτχ. ‑ρια‑ και σήμ. H λ. στο Bλάχ. (ργιά‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες