Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακογραμμένος
1 εγγραφή
κακογραμμένος, μτχ. επίθ.· κακογεγραμμένος.
  • 1) Kακότυχος:
    • (Περί ξεν. 155).
  • 2) Kακογραμμένος:
    • σφαλτό και αδιόρθωτο και κακογεγραμμένο (Aλεξ. Eπίλ. 9).

[<επίρρ. κακά + μτχ. παρκ. του γράφω· πβ. κακογράφω (Κριαρ.). H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες