Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακκάβιον το· κακκάβι· κακκάβιν.
-
- Eίδος χύτρας, καζάνι:
- (Oρνεοσ. αγρ. 53323).
[αρχ. ουσ. κακκάβιον. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Eίδος χύτρας, καζάνι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. κακκάβιον. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |