Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακκάβιον
1 εγγραφή
κακκάβιον το· κακκάβι· κακκάβιν.
  • Eίδος χύτρας, καζάνι:
    • (Oρνεοσ. αγρ. 53323).

[αρχ. ουσ. κακκάβιον. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες