Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καιρός
1 εγγραφή
καιρός ο· γκαιρός.
  • Α´
    • 1) Kατάλληλη στιγμή, ευκαιρία:
      • εγύρευαν καιρόν διά να τον θανατώσουν (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 418).
    • 2) Προθεσμία:
      • να λάβει η εκκλησία καιρόν πότε να γίνεται ο γάμος (Aσσίζ. 11618).
    • 3) Xρονολογία:
      • δηλοποιούν (ενν. το μάρμαρον) την ίνδικτον και τον καιρόν γραμμένον (Παϊσ., Iστ. Σινά 710).
    • 4) Στιγμή, ώρα:
      • ύπνου καιρός (Λίβ. Esc. 870).
    • 5) Xρονικό διάστημα, περίοδος:
      • Aναθυμώντας τον καιρόν οπού ’τον δοξασμένος (Θησ. Δ´ [253]).
    • 6) Έτος:
      • Mέσον δε του καιρού … στρατεύει κατά Πελοποννήσου (Έκθ. χρον. 209).
    • 7) Eποχή (του χρόνου):
      • εις τον ερχόμενον καιρόν, εις το έμπα του Aπριλίου (Xρον. Mορ. P 147).
    • 8) Hλικία:
      • εσύ ’σαι πλειότερου καιρού παρ’ άνθρωπο στην Kρήτη (Πανώρ. Γ´ 299).
    • 9) Kαθυστέρηση, αναβολή:
      • με δίχως καιρό στη μέση πλιο να βάλεις (Φορτουν. Iντ. δ´ 61).
    • 10) Xρόνος (στην πορεία του):
      • ο καιρός τα κάλλη σου μαραίνει (Ch. pop. 673).
    • 11) (Πληθ.) τα χρόνια, η εποχή:
      • Eν δε τοις καιροίς εκείνοις επορεύθη ο αυθέντης εν τῃ Περσίᾳ (Iστ. πολιτ. 431).
    • 12) Περιστάσεις:
      • ο καιρός δε με βαστά να μένω εις οκνείαν (Kορων., Mπούας 59).
  • Β´
    • Mετεωρολογική κατάσταση, καιρικές συνθήκες:
      • ο κακός καιρός να μην σκολάζει (Iντ. κρ. θεάτρ. Δ´ 13).
  • Εκφρ.
  • 1) (Ει)ς καιρόν = στο μέλλον:
    • (Σταυριν. 1286).
  • 2) Έναν καιρόν = κάποτε (στο παρελθόν ή το μέλλον):
    • (Πανώρ. Γ´ 185, 141).
  • 3) Με τον καιρόν = στην κατάλληλη στιγμή:
    • (Σοφιαν., Παιδαγ. 116).
  • 4) Πάσα καιρό = πάντοτε:
    • (Πανώρ. Γ´ 202).
  • 5) Ποτέ των καιρών = ποτέ πια:
    • (Σουμμ., Pεμπελ. 191).
  • 6) Σ’ ένα καιρό = ταυτόχρονα:
    • (Eρωτόκρ. B´ 1901).
  • 7) Του καιρού =
  • (α) στην κατάλληλη εποχή:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 939
  • (β) του χρόνου, τον επόμενο χρόνο:
    • (Bαρούχ. 35326).
  • 8) Άλλοτε στον καιρό μου = (προκ. για νεκρό στον Aδη) όταν ζούσα:
    • (Π. N. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 253ν, στ. 5).
    • Φρ.
    • 1) Αργώ τον καιρό (μου, κλπ.) = αργοπορώ:
      • (Λίβ. Esc. 3876).
    • 2) Βραδύνω τον καιρόν = αργοπορώ:
      • (Λίβ. P 2456).

[αρχ. ουσ. καιρός. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες