Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθρέφτης
1 εγγραφή
καθρέφτης ο· καθέπτης· καθίρπτης· καθρέπτης· καθρίπτης· καρφίκτης.
  • 1)
    • α) Kαθρέφτης:
      • έχουσιν και κάτοπτρα τά λέγουσιν καθρέπτες (Διήγ. παιδ. 928
    • β) (μεταφ.) ομοίωμα, υπόδειγμα:
      • που ’ναι καθρέφτες της αντρειάς (Eρωτόκρ. B´ 2226).

[<αρχ. ουσ. κάτοπτρον. Ο τ. καθίρ‑ στο Meursius (θύ‑). Ο τ. πτης στο Bλάχ. H λ. στο Meursius (εύ‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες