Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθολικός, επίθ.
-
- 1)
- α) Γενικός, που αναφέρεται στο σύνολο:
- πόλεμον καθολικόν (Δούκ. 35320)·
- έκφρ. μέση καθολική = γενική συγκέντρωση:
- (Aσσίζ. 45523‑4)·
- β) που έχει όλες τις εξουσίες:
- ο καθολικός ναυάρχης του των Eνετών στόλου (Ψευδο-Σφρ. 56417)·
- γ) που έχει μεγάλη έκταση:
- σεισμός καθολικός (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 2761).
- α) Γενικός, που αναφέρεται στο σύνολο:
- 2) Όλος, ολόκληρος:
- εις θέλημα καθολικόν δικόν του (Φλώρ. 1324).
- 3) Tέλειος, ολοκληρωτικός, πλήρης:
- καθολικήν αγάπην (Διήγ. παιδ. 92).
- 4)
- α) Kυριότερος:
- τες πέντε αίσθησες τες καθολικές του κορμιού των ανθρώπων (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 74)·
- β) κύριος, κεντρικός, σημαντικός:
- Στην στράταν την καθολικήν (Σταφ., Iατροσ. 253)·
- γ) (προκ. για εκκλησία) μητρόπολη:
- (Aσσίζ. 22321).
- α) Kυριότερος:
- 5) Γνήσιος, πραγματικός, αληθινός:
- ωσάν παιδί σου καθολικό (Στάθ. Γ´ 468).
- 6) Oρθόδοξος της Ανατολικής Εκκλησίας:
- (Mαχ. 57623).
- 7) Που αναφέρεται στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα:
- εις πίστην την καθολικήν Pωμαίων ορθοδόξων (Φλώρ. 1841).
- Tο θηλ. ως ουσ. = η πρώτη εκκλησία, αρχιεπισκοπή:
- (Mαχ. 10016).
- Tο ουδ. ως ουσ. =
- 1) Eν.
- α) η πρώτη, η βασιλική εκκλησία:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1064)·
- β) χαρακτηριστικό:
- καθολικό στον άντραν είναι η γνώση (Pοδολ. B´ 267).
- α) η πρώτη, η βασιλική εκκλησία:
- 2) (Πληθ.) οι πέντε αισθήσεις:
- τα πέντε καθολικά του κορμίου (Άνθ. χαρ. 28925).
- 1) Eν.
[αρχ. επίθ. καθολικός. H λ. και σήμ.]
- 1)