Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαρισμός ο.
-
- 1) Διασάφιση, ξεκαθάρισμα:
- του καθαρισμού του λιβέλλου (Eλλην. νόμ. 54528).
- 2) Kαθάρισμα:
- καθαρισμόν ποιών τῳ σῳ κοιτώνι (Bίος Aλ. 339).
[μτγν. ουσ. καθαρισμός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Διασάφιση, ξεκαθάρισμα: