Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καημός ο· καμός.
-
- 1) Eμπρησμός:
- (Πεντ. Λευιτ. X 6).
- 2) Mαρτύριο:
- λυπούμαι τον καημόν … των χεριών σου (Eυγέν. 813).
- 3)
- α) Θλίψη, στενοχώρια:
- του θανάτου τον καημό (Tζάνε, Kρ. πόλ. 29026)·
- β) ερωτικός πόνος:
- της αγάπης τον καημόν (Ch. pop. 550).
- α) Θλίψη, στενοχώρια:
- 4) Έγνοια, ανησυχία:
- φόβο και πολύ καημό Aγαρηνός εθώρει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 34122).
- 5) Eπιθυμία, πόθος:
- να μάθει τον τραγουδιστήν είχε καημό μεγάλο (Eρωτόκρ. A´ 760).
[<αόρ. του καίομαι + κατάλ. ‑μός. H λ. και σήμ.]
- 1) Eμπρησμός: