Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καζάζης
1 εγγραφή
καζάζης ο.
  • Mεταξουργός, μεταξοπώλης:
    • (Συναδ. φ. 40ν).

[<τουρκ. kazaz]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες