Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καγκελάριος
1 εγγραφή
καγκελάριος ο· καντζιλάριος.
  • Aνώτατος αξιωματούχος:
    • (Σκλάβ. 88).

[<υστλατ. cancellarius. H λ. τον 6. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες