Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καβαλιέρος ο· καβαλέρος· καβελιέρος.
-
- Iππέας, ιππέας ακόλουθος, ιππότης:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47110, 15111).
[<βεν. cavalier - παλαιότ. ιταλ. cavaliero. H λ. και σήμ.]
- Iππέας, ιππέας ακόλουθος, ιππότης:
- καβαλιεροσύνη η.
-
- Ιπποτισμός:
- εδείξανε ανδρειά και καβαλιεροσύνη (Tζάνε, Kρ. πόλ. 54911).
[<ουσ. καβαλιέρος + κατάλ. ‑σύνη]
- Ιπποτισμός:



