Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κήπος ο.
-
- 1) Κήπος:
- (Προδρ. I 78), (Πανώρ. Γ´ 224).
- 2) (Στον πληθ.) εξοχή:
- τα νέα παλληκάρια … οδεύασιν μετά σπουδής τους κάμπους και τους κήπους (Ριμ. Βελ. ρ 806· Δούκ. 13726).
[αρχ. ουσ. κήπος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κήπος:



