Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κέλλα
3 εγγραφές [1 - 3]
κέλλα η.
  • 1) Αποθήκη:
    • πάντα τά ένι εις την γην χωσμένα ένι εις την κέλλαν του αυθέντη (Ασσίζ. 22131).
  • 2) Δωμάτιο μοναστηριού, κελί (μοναχού):
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1108).

[μτγν. ουσ. κέλλα]

κελλάρης ο,
βλ. κελάρης.
κελλάριν το,
βλ. κελάριον.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες