Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάτος
1 εγγραφή
κάτος ο.
  • Γάτος:
    • (Συναξ. γαδ. 169).

[<μεσν. λατ. cat(t)us. Βλ. και γάτος. Η λ. σε σχόλ. (ττ‑), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γάττος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες