Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάτος ο.
-
- Γάτος:
- (Συναξ. γαδ. 169).
[<μεσν. λατ. cat(t)us. Βλ. και γάτος. Η λ. σε σχόλ. (‑ττ‑), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γάττος)]
- Γάτος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<μεσν. λατ. cat(t)us. Βλ. και γάτος. Η λ. σε σχόλ. (‑ττ‑), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γάττος)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |