Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάστρον το· κάστρο· κάστρος· πληθ. κάστρη.
-
- 1)
- α) Φρούριο:
- (Χρον. Μορ. H 2868)·
- β) (μεταφ.):
- Τείχος και κάστρον φοβερόν και πύργος της Τρωάδος (ενν. ο Έκτορας) (Πόλ. Τρωάδ. 7177)·
- Πότε να επεριεπάτησες το κάστρον της ψυχής μου; (Λίβ. Sc. 278).
- α) Φρούριο:
- 2) Οχυρωμένη πόλη:
- να έρτεις να κλερονομήσεις έθνη μεγάλα, … κάστρα μεγάλα και τειχωμένα εις τον ορανό (Πεντ. Δευτ. IX 1).
- 3) Τείχος·
- (μεταφ. στον πληθ.) σπίτι:
- ημέρα την έφτατη … μη κάμεις παν δουλειά εσύ και ο υιός σου … και ο ξένος σου, ος εις τα κάστρα σου (Πεντ. Έξ. XX 10).
- (μεταφ. στον πληθ.) σπίτι:
- Η λ. και ο τ. ‑ο ως τοπων. (και με τα επίθ. Μέγα και Μεγάλο) = η πρωτεύουσα της Κρήτης, το Ηράκλειο:
- (Ερωτόκρ. Ε´ 1547), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15017, 26424, 39919).
[<λατ. castrum. Ο τ. ‑ο και σήμ. Η λ. τον 6. αι. (Soph.)]
- 1)