Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάποτε
2 εγγραφές [1 - 2]
κάποτε, επίρρ.· κάποτες· οκάμποτε· οκάποτε· οκαποτέ· οκάποτες· οκάποτις· ουκάποτε· ουκάποτες.
  • 1)
    • α) Κάποτε (στο παρελθόν), για κάποιο διάστημα:
      • την μάχην τήν είχαμεν οκάποτε μετά τους Γενοβήσους (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1362
    • β) κάποτε, ορισμένη στιγμή στο παρελθόν:
      • οκάποτε εσυντύχασιν αντάμα και οι δύο (Ιμπ. 298
    • γ) κάποτε (στο μέλλον):
      • κάποτες να μιλήσω προς εκείνην (Κυπρ. ερωτ. 953
      • αν τύχει κάποτε εις καιρόν … (Σπαν. B 49).
  • 2) Πότε πότε, ενίοτε:
    • αν καλοεθυμάται κάποτες μίαν αμαρτωλήν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1202).
  • Εκφρ.
  • 1) Εις καιρόν οκάποτε όταν … = όταν κάποτε (στο μέλλον):
    • (Κομν., Διδασκ. Δ 59).
  • 2) Ο κάποτε + ουσ. = ο πρώην:
    • του κάποτες ζουράρη (Σκλέντζα, Ποιήμ. 145).

[<σύνδ. καν + επίρρ. ποτέ. Η λ. και σήμ.]

καποτεσινός, επίθ.
  • Που ανήκει στο παρελθόν, παλιός:
    • ο φίλος του ο καποτεσινός του (Pιμ. Aπολλων. [1071]).

[<επίρρ. κάποτες + κατάλ. ινός. H λ. στο Du Cange (τέσυ‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες