Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάμωμα
1 εγγραφή
κάμωμα το· κάμουμα· κάμωμαν.
  • 1)
    • α) Έργο, κατασκεύασμα:
      • εγώ κτίζω κι εσού χαλάς τα καμώματά μου! (Μαχ. 56820
    • β) φτιάξιμο, κατασκευή:
      • το κάμωμα της λυχνιάς σφυριστή μάλαμα (Πεντ. Αρ. VIII 4
    • γ) (προκ. για τη σελήνη) σχηματισμός, γέμιση:
      • το κάμωμα του φεγγαρίου (Μπερτόλδος 28
    • δ) πλάσμα (ανθρώπινο):
      • (Πιστ. βοσκ. III 6, 118
    • ε) δημιούργημα λογοτεχνικό:
      • (Ροδολ. Τοις αναγν. 21
    • στ) (ιδ. στον πληθ.) ενέργεια, πράξη:
      • της νύκτας τα καμώματα η ημέρα αναγελά τα (Σαχλ. Α´ PM 96
    • ζ) (ιδ. στον πληθ.) κατορθώματα:
      • ο Σατούρνος ήτον τιμημένος … διά τα καμώματά του (Κατζ. Δ´ 353
    • η) (ιδ. στον πληθ.) άπρεπη πράξη:
      • (Τριβ., Ρε 10
    • θ) (ιδ. στον πληθ.) γεγονός, συμβάν:
      • (Θησ. ΙΑ´ [102]
    • ι) ερωτική συνεύρεση:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [457]).
  • 2) Σοδειά, καρπός αγροτικής εργασίας:
    • όνταν μαζώξεις τα καμώματά σου από το χωράφι (Πεντ. Έξ. XXIII 16).
  • 3) Μισθός:
    • κάμωμα μισταργού (Πεντ. Λευιτ. XIX 13).
  • 4)
    • α) Πανηγύρι, γλέντι:
      • (Σαχλ., Αφήγ. 805
    • β) διαπληκτισμός, τσάκωμα, καυγάς:
      • (Σαχλ., Αφήγ. 241).

[<καμώνω + κατάλ. μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες