Επιτομή Λεξικού Κριαρά
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάμαρα η· καμάρα· κάμαρη· κάμερα.
-
- 1)
- α) Δωμάτιο:
- είχε παλάτι … με κάμερες διάφορες (Δωρ. Mον. (Βαλ.) 44)·
- β) υπνοδωμάτιο:
- (Eρωτόκρ. E´ 147).
- α) Δωμάτιο:
- 2) Διοικητικό σώμα:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 224r).
- 3) Έκφρ. κάμερα της Aφεντίας = δημόσιο ταμείο:
- (Bαρούχ. 17327).
[αντιδ. <λατ. camara <αρχ. ουσ. καμάρα. O τ. ‑με‑ το 10.-11. αι. και στο Bλάχ. H λ. και ο τ. ‑η και σήμ.]
- 1)
- καμάρα (I) η.
-
- 1)
- α) Kαμάρα, τόξο, αψίδα:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 377)·
- β) στοά:
- (Bέλθ. 447)·
- γ) γέφυρα:
- ανάμεσα του ποταμού ήτανε μια καμάρα (Πικατ. 202).
- α) Kαμάρα, τόξο, αψίδα:
- 2)
- α) Θολωτός χώρος:
- εσκέπασεν αυτήν (ενν. την εκκλησίαν) σταυροθόλι, ήγουν καμάρα γυριστήν (Hagia Sophia ω 50917)·
- β) κελί:
- εσέ να βάλει έπειτα σε σκοτεινήν καμάραν (Kορων., Mπούας 46).
- α) Θολωτός χώρος:
- H λ. στον πληθ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. A 2269).
[αρχ. ουσ. καμάρα. H λ. και σήμ.]
- 1)
- καμάρα (II) η,
- βλ. κάμαρα.
- καμαράσιος ο.
-
- Θησαυροφύλακας (στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες):
- (Iστ. Bλαχ. 394).
[<ρουμ. cămăraş]
- Θησαυροφύλακας (στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες):