Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλτσα
1 εγγραφή
κάλτσα η· κάρτσα· κλάτσα.
  • 1) Κάλτσα:
    • κάλτσας … από σκαρλάτο (Πουλολ. 188).
  • 2) Περικνημίδα (πανοπλίας):
    • κλάτσες αλυσιδωτάς (Ασσίζ. 29730).

[<ιταλ. calza - παλαιότ. γαλλ. calce. Ο τ. κάρτσα στο Βλάχ. (τζα) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 12. αι. (Kahane, DOP 36, 1982, 151), στο Meursius (τζα) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες